- θαλασσοπορία
- η мореплавание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσοπορία — η (Α θαλασσοπορία) η πορεία διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
θαλασσοπορία — η μεγάλο ταξίδι στη θάλασσα για εξερευνητικούς ή για εμπορικούς λόγους: Η εφεύρεση της πυξίδας στα νεότερα χρόνια επέτρεψε την πραγματοποίηση μεγάλων θαλασσοποριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουδοκώ — έω, Α αναμένω ούριο, ευνοϊκό άνεμο για θαλασσοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦς + δοκῶ (< δόκος < δέχομαι), πρβλ. ξενο δοκώ] … Dictionary of Greek
ποντοπορία — η, ΝΑ [ποντοπόρος] ο πλους διά θαλάσσης, θαλασσοπορία … Dictionary of Greek
ωκεανοπλοΐα — η 1. το μέρος της ναυτικής επιστήμης που πραγματεύεται τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα ταξίδια στους ωκεανούς. 2. θαλασσοπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)